ἐπιπαραγενόμενοι

ἐπιπαραγενόμενοι
ἐπί-παραγίγνομαι
to be beside
aor part mid masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επιπαραγίγνομαι — ἐπιπαραγίγνομαι (Α) [παραγίγνομαι] 1. έρχομαι στη σκηνή 2. (για στρατηγό) έρχομαι για να διαδεχθώ κάποιον στη στρατηγία («μὴ συμβῇ τὸν ἐπιπαραγιγνόμενον στρατηγόν... τὴν ἐπιγραφὴν τῶν πραγμάτων λαβεῑν», Πολ.) 3. (για στρατό) ανέρχομαι («ἀτάκτως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”